Υπάρχει μία συνάρτηση στην
στατιστική καταγραφή της ανεργίας που έδινε θετικό λόγο επί πενήντα
χρόνια: Η σχέση των εργαζομένων προς τον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό.
Ο αριθμός των εργαζομένων ήταν πάντοτε μεγαλύτερος, λίγο ή πολύ αναλόγως της ανεργίας, από τον αριθμό των οικονομικά μη ενεργών ατόμων. Το 2011 η σχέση έχει ανατραπεί.
Από τις αρχές του τρέχοντος έτους οι εργαζόμενοι (και αυτοί που απασχολούνται με ελαστικές μορφές εργασίας) είναι σταθερά λιγότεροι από τον μη ενεργό πληθυσμό (τα ανήλικα άτομα και τους συνταξιούχους και μη που είναι 65 ετών και άνω). Πέρυσι ο αριθμός των απασχολουμένων, σύμφωνα με τη Στατιστική Αρχή, ήταν 4.429.823, οι άνεργοι 582.364 και ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός 4.292.452. Το 2006 ο αριθμός των απασχολουμένων ήταν 4.475.853, οι άνεργοι 404.006 και ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός 4.275.027. Το 2011 (με τα στοιχεία Ιουνίου), οι απασχολούμενοι είναι 4.161.125, οι άνεργοι 793.685 και ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός 4.385.584.
Η αλλαγή αυτής της σχέσης και η εκτόξευση της ανεργίας των νέων ανθρώπων ηλικίας έως 25 ετών άνω του 40% ορίζουν τη νοητή γραμμή της κοινωνικής κατάρρευσης. «Το κραχ της εργασίας εάν δεν ανακοπεί οδηγεί με μαθηματική βεβαιότητα σε κοινωνική κατάρρευση και επέκταση του φαύλου κύκλου της ύφεσης, της φτώχειας και της υπανάπτυξης» επισημαίνει ο διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕ ΔΥ (Ινστιτούτο Εργασίας) Σ. Ρομπόλης.
Η κατάσταση αυτή παραπέμπει, όπως λέει, στη δεκαετία του '60. Από τη γενική απογραφή του 1961 και τα στοιχεία ανεργίας του ίδιου χρόνου προκύπτει ότι οι απασχολούμενοι ήταν 2.776.000, οι άνεργοι 864.0000, ποσοστό 26,4%, και ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός 4.660.000.
Με τον δείκτη ανεργίας σταθερά πάνω από το 16% το 2011, ακόμη και κατά τους θερινούς μήνες που θεωρούνται οι καλύτεροι εργασιακά, και την πρόβλεψη της τρόικας ότι ο δείκτης ανεργίας θα εκτιναχτεί το 2012 στο 18,5%, η συνέχεια προδιαγράφεται εφιαλτική. «Ποτέ στο παρελθόν η αγορά εργασίας στην Ελλάδα δεν είχε δεχθεί τόσο μεγάλη και τέτοιας διάρκειας πίεση» λέει ο καθηγητής οικονομίας του Παντείου Γ. Κουζής. Η πραγματική ανεργία υπολογίζεται ήδη πάνω από 20% (τέσσερις μονάδες επιπλέον της επίσημης ανεργίας) και του χρόνου θα διαμορφωθεί γύρω στο 26%, δηλαδή στα επίπεδα του 1961. Η ανισορροπία αυτή εκτιμούν ότι δεν μπορεί να αντέξει για πολύ, καθώς σε 4.000.000 εργαζόμενους θα αντιστοιχούν πάνω από 1.000.000 άνεργοι και 2.760.000 συνταξιούχοι.
Πέραν του υψηλού ποσοστού ανεργίας, υπάρχει κι άλλη μία κρίσιμη ομοιότητα με τη δεκαετία του '60, που αφορά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Το μεγαλύτερο ποσοστό καταγράφεται, τότε και τώρα, στις μικρότερες ηλικιακές κατηγορίες του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Στην κατηγορία 15-24 η ανεργία είναι πάνω από 40%, ενώ στην κατηγορία 25-34 ξεπερνάει το 20%. «Ακόμη και μετά το γύρισμα της ελληνικής οικονομίας από την ύφεση στην ανάπτυξη, για να επανέλθει η αγορά εργασίας σε ισορροπία θα χρειαστεί τουλάχιστον μία δεκαετία» θεωρεί ο Σ. Ρομπόλης.
Η νέα ισορροπία θα βρίσκεται χαμηλότερα και το πρόβλημα της ανάπτυξης θα έχει μία πρόσθετη δομική και ποιοτική παράμετρο. «Η μακροχρόνια ανεργία των νέων ανθρώπων συνεπάγεται ότι αυτό το δυναμικό, ακόμη και το πλέον εξειδικευμένο, όταν μπει στην παραγωγή θα έχει υστέρηση δεξιοτήτων έναντι του αντίστοιχου δυναμικού των άλλων χωρών» εξηγεί ο Γ. Κουζής.
Υπάρχουν όμως και άλλες συνέπειες αμεσότερες και ενδεχομένως πιεστικότερες για την κοινωνική συνοχή. Είναι οι συνέπειες στα ασφαλιστικά ταμεία και στην κρατική πρόνοια για τους ανέργους. Αυτά τα δύο ζητήματα ετέθησαν από το κλιμάκιο του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας που επισκέφθηκε την Αθήνα την τελευταία εβδομάδα του Σεπτεμβρίου με επικεφαλής τον γενικό διευθυντή Γ. Ράιντερ και εξέτασε όλα τα στοιχεία από την αγορά εργασίας και τους ασφαλιστικούς φορείς. Στις συναντήσεις που είχε με τις ηγεσίες των υπουργείων Εργασίας και Οικονομικών, το κλιμάκιο του Γραφείου εξέφρασε σαφείς επιφυλάξεις ως προς τις οικονομικές προβολές αλλά και ερωτήματα για τις κοινωνικές συνέπειες της ακολουθούμενης πολιτικής.
Από τις συζητήσεις που είχαν οι ξένοι εμπειρογνώμονες με τους εκπροσώπους των επαγγελματικών ενώσεων και των συνδικάτων, καθώς και τον επικεφαλής της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής Χ. Πολυζωγόπουλο, αποκόμισαν δραματικές εκτιμήσεις για την πορεία της αγοράς εργασίας.
Ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας Γ. Κουτρουμάνης δεν έκρυψε την ανησυχία του για τις αντοχές των ταμείων και του ΟΑΕΔ τους αμέσως επόμενους μήνες. Ολες οι εκτιμήσεις που έχει η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι εάν ο δείκτης ανεργίας ξεπεράσει το 20%, οι συνέπειες στον κύκλο της εργασίας, της κοινωνικής ασφάλισης και της στοιχειώδους προστασίας των ανέργων θα είναι βαρύτατες.
Για κάθε μονάδα ανεργίας η επιβάρυνση στα ταμεία και στον ΟΑΕΔ υπολογίζεται σε 1 δισ. ευρώ, χωρίς να συνυπολογιστούν οι επιπτώσεις από την επέκταση των ελαστικών μορφών απασχόλησης. Οι εκτιμήσεις αυτές εστιάζονται στη μισθωτή εργασία. Υπάρχει όμως και η γκρίζα ζώνη των αυτοαπασχολουμένων, που ετέθη από τις ομοσπονδίες εμπόρων και τη ΓΣΒΕΕ στις συζητήσεις με το Διεθνές Γραφείο Εργασίας. Ο αριθμός των αυτοαπασχολουμένων από τη δεκαετία του '70 μέχρι και την έναρξη της κρίσης, το 2008, κυμαινόταν από 1.600.000 έως 1.750.000. Τα δύο τελευταία χρόνια υπολογίζεται ότι η μείωση ξεπέρασε μεσοσταθμικά το 15% (οι αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό μειώθηκαν στο πρώτο τρίμηνο του 2011 κατά 24% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2010), ακολουθώντας τον γενικό δείκτη ανεργίας.
«Το φαινόμενο αυτό είναι πρωτόγνωρο για ευρωπαϊκή χώρα και οι συνέπειες δεν είναι δυνατόν να απορροφηθούν από τα νοικοκυριά. Η οικογένεια που έως τώρα υποκαθιστούσε ώς ένα βαθμό το κράτος πρόνοιας, συντηρώντας τα άνεργα μέλη, στις νέες συνθήκες είναι αμφίβολο εάν και για πόσο θα αντέξει» σημειώνει ο Γ. Κουζής.
Ακόμη και αν γίνει ισοκατανομή των ανέργων που έχουν προστεθεί τα τρία τελευταία χρόνια (386.000 νέοι άνεργοι, δηλαδή 95% περισσότεροι από το 2008) οι κραδασμοί «είναι αδύνατον να απορροφηθούν από τα νοικοκυριά, δεδομένου ότι και τα διαθέσιμα εισοδήματα έχουν συμπιεστεί σημαντικά».
Πηγή : enet
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφοδεύστε τις σκέψεις σας ελεύθερα!